λεπτότατος

λεπτότατος
λεπτός
peeled
masc nom superl sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • άωτος — I Η λέξη, που ετυμολογείται από το αρχαίο ρήμα άω, άημι (πνέω, φυσώ), σημαίνει το πιο εκλεκτό και ανώτερο στοιχείο ενός πράγματος. Στον Όμηρο τη συναντάμε με τη σημασία λεπτότατος σε σχέση με το μαλλί ή το λινάρι. Η ίδια συνάφεια εντοπίζεται και… …   Dictionary of Greek

  • αιθέρας — Οργανική χημική ένωση του τύπου C2Η5 Ο C2Η5. Λέγεται και διαιθυλαιθέρας ή θειικός α. Είναι σώμα υγρό, άχρωμο, ελαφρύτερο από το νερό και πολύ πτητικό. Παρασκευάζεται βιομηχανικά με συνθέρμανση αιθυλικής αλκοόλης και πυκνού θειικού οξέος (γι’ αυτό …   Dictionary of Greek

  • αραχνοΰφαντος — η, ο λεπτότατος σαν τον ιστό της αράχνης …   Dictionary of Greek

  • αραχνοειδής — (AM ἀραχνοειδής, ές) Ι. όμοιος με ιστό αράχνης νεοελλ. 1. «αραχνοειδής χιτώνας» ο αμφιβληστροειδής του ματιού 2. «αραχνοειδής μήνιγξ» το μεσαίο από τα τρία περιβλήματα του νωτιαίου μυελού και του εγκεφάλου II. το ουδ. ως ουσ. τα αραχνοειδή… …   Dictionary of Greek

  • αυτανάφλεξη — Φαινόμενο κατά το οποίο σε μερικά σώματα αυξάνεται αυτόματα η θερμοκρασία εξαιτίας χημικών αντιδράσεων που συντελούνται μέσα σε αυτά και οξειδώνονται από το οξυγόνο του ατμοσφαιρικού αέρα, με αποτέλεσμα να σημειωθεί ανάφλεξη, χωρίς βέβαια καμιά… …   Dictionary of Greek

  • επιπεφυκώς — Πολύ λεπτός, διάφανος βλεννογόνος που καλύπτει την εσωτερική επιφάνεια των βλεφάρων καθώς και την μπροστινή επιφάνεια του οφθαλμικού βολβού, στο ασπράδι του ματιού μέχρι το όριο του κερατοειδούς. Η φλεγμονή του ε. ονομάζεται επιπεφυκίτιδα και… …   Dictionary of Greek

  • κατάψιλος — κατάψιλος, η, ο (Μ) πολύ ψιλός, λεπτότατος …   Dictionary of Greek

  • λεπτεπίλεπτος — η, ο (AM λεπτεπίλεπτος, ον) υπερβολικά λεπτός, ισχνός, λεπτότατος νεοελλ. 1. πολύ ευαίσθητος, ασκληραγώγητος, λεπτοφυής, ευπρόσβλητος σε ασθένειες 2. εξεζητημένος στους τρόπους, στην περιβολή και στην εμφάνιση ή σχολαστικός τηρητής τής… …   Dictionary of Greek

  • υπέρλεπτος — η, ο / ὑπέρλεπτος, ον, ΝΑ λεπτότατος νεοελλ. φρ. «υπέρλεπτη υφή» φυσ. ο διαχωρισμός τών φασματικών γραμμών σε μια σειρά από συνιστώσες τους ως αποτέλεσμα ορισμένων, πυρηνικής φύσεως, αιτίων …   Dictionary of Greek

  • Ντεβριέν — (Devrient). Οικογένεια Γερμανών ηθοποιών, τα σημαντικότερα μέλη της οποίας ήταν οι εξής: 1. Έμιλ (Emil, Βερολίνο 1803 – Δρέσδη 1872). Υπήρξε λεπτότατος ερμηνευτής των κλασικών και των ρομαντικών. Το 1852 έγινε διευθυντής του οργανισμού που για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”